τριακοστότριτον

τριακοστότριτον
τὸ, Α
καθένα από τα τριάντα τρία ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + τρίτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”